βλύω

βλύω
βλύω,
A = βλύζω, c. dat.,

φόνῳ βλύουσαι Lyc.301

: c. acc.,

δέμας οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn.D.19.287

: c. gen.,

παρ' ὄρει θερμῶν ὑδάτων βλύοντι OGI199.11

. [[pron. full] between two long syll. in [dialect] Ep.,

ἀνα-βλύεσκε A.R. 3.223

, cf. 4.1417.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλύω — (Α) βλύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του ρ. βλύζω* (πρβλ. βρύω, φλύω)] …   Dictionary of Greek

  • αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] …   Dictionary of Greek

  • μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… …   Dictionary of Greek

  • νεόβλυτος — νεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που έχει αναβλύσει πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλυτός (< βλύω «αναβλύζω»)] …   Dictionary of Greek

  • περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συμβλύω — ΜΑ μσν. (για τον χυμό τού δένδρου) αναβλύζω μαζί αρχ. (για αίμα) ρέω ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλύω, υστερογενής ενεστ. τού βλύζω] …   Dictionary of Greek

  • gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- —     gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē     English meaning: to drip, flow; to throw     Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen”     Note: after Wackernagel …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”